ἐπιφύσεων

ἐπιφύσεων
ἐπιφύσεω̆ν , ἐπίφυσις
ongrowth
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποκόλληση — Παθολογικός αποχωρισμός ιστών στα μέρη με τα οποία συνδέονται ή συμφύονται φυσιολογικά. Οι α. μπορεί να παρατηρηθούν σε διάφορα σημεία του οργανισμού, στο δέρμα, στο περιόστεο κλπ. α. των επιφύσεων στα παιδιά.Πάθηση κατά την οποία προκαλείται… …   Dictionary of Greek

  • οστέωση — η (Μ ὀστέωσις και ὄστωσις) ο σχηματισμός τών οστών νεοελλ. 1. (ιστολ.) σύνολο ιστικών και βιοχημικών διεργασιών που καταλήγουν, με την καθίζηση αλάτων ασβεστίου, στην παραγωγή οστίτη ιστού, που αποτελεί ένα από τα στάδια τού σχηματισμού τών οστών …   Dictionary of Greek

  • οστεΐτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονή του οστίτη ιστού. Εμφανίζεται συνήθως στα παιδιά και προσβάλλει κυρίως τα σπογγώδη οστά, τις πλευρές, τους σπόνδυλους και τα άκρα των οστών. Διακρίνεται σε οξεία ή χρονία (τερηδόνα) και, ανάλογα με το μικρόβιο που την προκαλεί,… …   Dictionary of Greek

  • αχονδροπλασία — Παθολογική κατάσταση του σώματος, που χαρακτηρίζεται από την ατροφική ανάπτυξη των χεριών και των ποδιών. Η πάθηση αυτή, που οφείλεται σε διαταραχές της ομαλής ανάπτυξης του σκελετού, προκαλείται συνήθως κατά την περίοδο της ενδομήτριας ζωής.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”